- ἐξημερωμένος
- ἐξημερόωtameperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άγριος — Εκείνος που ζει στα χωράφια και γενικά σε απομονωμένες περιοχές, ο απολίτιστος, αυτός που δεν έχει εξημερωθεί. Ο χαρακτηρισμός ά. συνηθίζεται κυρίως προκειμένου να επισημανθούν οι κάτοικοι ορισμένων περιοχών της Αφρικής και της Πολυνησίας, που… … Dictionary of Greek
ήμερος — η, ο (AM ἥμερος, ον, Α θηλ. και ἡμερα, δωρ. τ. ἅμερος, ον) 1. (για ζώα) ο εξημερωμένος από τον άνθρωπο (α. «ήμερα σκυλιά» β. «χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς», Ομ. Οδ.) 2. (για φυτά) ο καλλιεργημένος από τον άνθρωπο («ξύλου ἡμερης ἐλαίης», Ηρόδ.) 3 … Dictionary of Greek
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek
ηθάς — ἠθάς, άδος, ὁ, ἡ (Α) [ήθος] 1. (με γεν. και σπαν. με δοτ.) ο συνηθισμένος σε ένα πράγμα, γνώστης, εξοικειωμένος με κάτι («ἠθάς εἰμί πως τῶν τῆσδε μύθων», Σοφ.) 2. (απολ.) συνήθης, οικείος («τῶν γὰρ ἠθάδων φίλων νέοι... εὐπιθέστεροι», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
ηθαλέος — ἠθαλέος, η, ον (Α) 1. συνηθισμένος 2. (για ζώα) τιθασευμένος, εξημερωμένος, ήμερος («ἠθαλέοι ταῡροι», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήθος + κατάλ. αλέος (πρβλ. νυστ αλέος, φρικ αλέος)] … Dictionary of Greek
ημερόχειρος — ἡμερόχειρος, ον (Α) ο εξημερωμένος («ἡμερόχειρον ὄφιν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + χειρός (< χειρ, η, «χέρι»), πρβλ. αυτό χειρος, πρό χει ρος] … Dictionary of Greek
καλλίας — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ιερέας των Ελευσίνιων μυστηρίων (6ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Φαινίππου και πατέρας του Ιππονίκου. Καταγόταν από μία από τις πιο αριστοκρατικές αθηναϊκές οικογένειες, η οποία κατείχε με κληρονομικό… … Dictionary of Greek
καταρτύω — (Α) 1. ετοιμάζω, παρασκευάζω («καταρτύειν τὴν ξεινίην», Ιπποκρ.) 2. μαγειρεύω 3. εκπαιδεύω, ανατρέφω («παρατρέπων καταρτύη τὴν φύσιν», Πλούτ.) 4. επαναφέρω στην τάξη, διευθετώ («ὡς πρὸς τὶ λέξων ἢ καταρτύσων παρῇ», Σοφ.) 5. εφοδιάζω («λέμβος...… … Dictionary of Greek
πράος — α, ο / πρᾱος, ον, ΝΜΑ, και πραΰς και ιων. τ. πρηΰς, εῑα, ΰ, Α 1. (για πρόσ. και μόνο στην αρχαία και για πράγματα, αισθήματα, πράξεις και λόγους) ήπιος, ήμερος, γλυκύς, μαλακός 2. αυτός που έχει ευγενείς τρόπους (α. «πρᾱος τὸ ἦθος», Πίνδ. β.… … Dictionary of Greek
συνήθης — σύνηθες, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνήθης, ξύνηθες, Α (για πράγματα, γεγονότα ή καταστάσεις) αυτός που γίνεται κατά συνήθεια, συνηθισμένος νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει, που παρατηρείται κατά κανόνα («η συνήθης θερμοκρασία αυτής τής εποχής») 2. φρ. α)… … Dictionary of Greek